καμπάλι
(ουσ. ουδ.)
qαπάλ'
[qaˈpal]
Φλογ.
γαbάλι
[ɣaˈbali]
Σίλ.
γαπαλά
[ɣapaˈla]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kabala = α) εργολαβία β) χονδρική πώληση, όπου και τύπ. kabal (Tietze 2016, λ. kabal, kabala ΙΙ) και gabala = α) χονδρική πώληση β) ως επίθ., ακατάστατος, σκόρπιος β) άξεστος, άτεχνος, χονδροειδής (Gülseren 2000: σ. 400).
1. Eργασία κατ' αποκοπήν, εργολαβία
Σίλ., Φλογ.
2. Ως επίρρ., πρόχειρα, επιπόλαια
Φάρασ.