κάμποτο
(ουσ. ουδ.)
κάbοτο
[ˈkaboto]
Αραβαν.
κάποτο
[ˈkapoto]
Ποτάμ.
Πληθ.
κάπουτια
[kaˈputça]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. kapot = είδος χοντρού λευκού βαμβακερού υφάσματος < αγγλ. εμπορική επωνυμία Cabot. Πβ. τουρκ. φρ. kaput bezi (Redhouse).
Είδος χοντρού βαμβακερού λευκού υφάσματος
ό.π.τ.
:
Σώροψε λίγα παρέγια κι ας̑ άμ’ σο Κάστρο να πάρουμ’ λίγο κάbοτο, λίγο χασέ
(Μάζεψε λίγα χρήματα και να πάμε στο Κάστρο να αγοράσουμε λίγο κάμποτο, λίγο χασέ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τότε από γερλί μπεζί ήταν εμάς τα ρούχα· καπούτια δεν ήξεραμ'
(Τότε από ντόπια πανιά ήταν τα ρούχα μας· κάμποτα δεν ξέραμε)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.