ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμποτο (ουσ. ουδ.) κάbοτο [ˈkaboto] Αραβαν. κάποτο [ˈkapoto] Ποτάμ. Πληθ. κάπουτια [kaˈputça] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. kapot = είδος χοντρού λευκού βαμβακερού υφάσματος < αγγλ. εμπορική επωνυμία Cabot. Πβ. τουρκ. φρ. kaput bezi (Redhouse).
Είδος χοντρού βαμβακερού λευκού υφάσματος ό.π.τ. : Σώροψε λίγα παρέγια κι ας̑ άμ’ σο Κάστρο να πάρουμ’ λίγο κάbοτο, λίγο χασέ (Μάζεψε λίγα χρήματα και να πάμε στο Κάστρο να αγοράσουμε λίγο κάμποτο, λίγο χασέ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τότε από γερλί μπεζί ήταν εμάς τα ρούχα· καπούτια δεν ήξεραμ' (Τότε από ντόπια πανιά ήταν τα ρούχα μας· κάμποτα δεν ξέραμε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.