καμπιζλίκ
(ουσ. ουδ.)
καbιζλίκ
[kabizˈlik]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. kabızlık = δυσκοιλιότητα.
Δυσκοιλιότητα
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024