καμπάνταης
(επίθ.)
καbάdαης
[kaˈbadais]
Αφσάρ.
γαbάταης
[ɣaˈbatais]
Φάρασ.
γαπάταης
[ɣaˈpatais]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kabadayı = εριστικός, νταής.
Παλληκαράς, νταής
:
Σο χωρίο μας ήτουν α καbάdαης, πολύ αζγούνι νομάτ'
(Στο χωριό μας ήταν ένας νταής, πολύ κακός άνθρωπος)
Αφσάρ.
-Παπαδ.