καμούθι
(ουσ. ουδ.)
καμούθι
[kaˈmuθi]
Φάρασ.
καμούθο
[kaˈmuθo]
Φάρασ.
Πιθ. από το μεταγν. ουσ. καλαμίνθη = αγριορίγανη (πβ. αρχ. μίνθη), βλ. Καρολίδης (1885: 167).
Δυόσμος (ήμερος και άγριος)