ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμίσι (ουσ. ουδ.) καμίσ̑ι [kaˈmiʃi] Φάρασ. γαμίσ̑ι [ɣaˈmiʃi] Φάρασ. γαμούσ' [ɣaˈmus] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kamış = καλάμι, όπου και διαλεκτ. τύπ. kamuş.
1. Καλάμι ό.π.τ. : Χέκιξαμ' γαμούσ̑α τσ̑ι σα γαμούσ̑α απάν' χέκιξαμ' τσ̑αbούρ' για να μποίκουμ' ντου ντώμα σου σπίτ’ μας (Βάζαμε καλάμια, και στα καλάμια απάνω βάζαμε λάσπη για να φτιάξουμε την στέγη στο σπίτι μας) Μισθ. -Κοτσαν. Αdέ ντο καμίσ̑ι πούα ντα μένα (Πούλα σε εμένα αυτό το καλάμι) Φάρασ. -Dawk.
2. Στον πληθ., καλαμωτή στέγη ό.π.τ. : Ε ντε είχαν, ας ειπούμ', ταβάνια, τσ̑όαν γαμούσ̑α (Ε, δεν είχαν ας πούμε ταβάνια, ήταν καλάμια, ενν. καλαμωτές στέγες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ