καμηλουκουρί
(ουσ. ουδ.)
καμηλουκουρί
[kamiluˈkuri]
Φάρασ.
Από τα ουσ. καμήλι και κουρί Ι.
Το μικρό της καμήλας
Τροποποιήθηκε: 13/01/2025