κάματζης
(ουσ. αρσ.)
κάμαdζης
[ˈkamadzis]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. kamacı = α) κατασκευαστής ή πωλητής μαχαιριών β) κατασκευαστής κλείστρων πυροβόλου όπλου.
Ως κύριο όνομα, κάτοχος δίκοπου μαχαιριού.