ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάματζης (ουσ. αρσ.) κάματζης [ˈkamadzis] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. kamacı = α) κατασκευαστής ή πωλητής μαχαιριών β) κατασκευαστής κλείστρων πυροβόλου όπλου.
Ως κύριο όνομα, κάτοχος δίκοπου μαχαιριού.
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025