ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμηλάγκαθο (ουσ. ουδ.) καμηλάγκαγιο [kamiˈlagaʝo] Αξ. Από το μεσν. ουσ. καμηλακάνθη = είδος αγκαθωτού φυτού, με επανανάλυση ως ουδ. καμηλαγκάθι και εναλλαγή -ι > -ο. Πβ. και τουρκ. ουσ. deve dikeni = (αγκάθι της καμήλας) γαϊδουράγκαθο.
Το φυτό Εχίνωψ ο ιξώδης (Echinops viscosus), κοινώς καμηλάγκαθο ή αχινοπόδι