καμηλάγκαθο
(ουσ. ουδ.)
καμηλάγκαγιο
[kamiˈlagaʝo]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. καμηλακάνθη = είδος αγκαθωτού φυτού, με επανανάλυση ως ουδ. καμηλαγκάθι και εναλλαγή -ι > -ο. Πβ. και τουρκ. ουσ. deve dikeni = (αγκάθι της καμήλας) γαϊδουράγκαθο.
Το φυτό Εχίνωψ ο ιξώδης (Echinops viscosus), κοινώς καμηλάγκαθο ή αχινοπόδι