ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμηλάρης (ουσ. αρσ.) καμηλάρης [kamiˈlaris] Αραβ., Τελμ. Μεσν. ουσ. καμηλάρης, το οπ. από το ουσ. καμήλι και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
Καμηλιέρης ό.π.τ. : || Ασμ. Να κάην το στόμα μ’ με το είπα τον λόγον
Είχα κι έναν αδελφό κι εκείνος καμηλάρης
(Να καεί το στόμα μου με την κουβέντα που είπα
Είχα έναν αδελφό (που είναι) κι εκείνος καμηλάρης)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. καμηλάτης, ντεβετζής