καμάρωμα
(ουσ. ουδ.)
καμάρωμα
[kaˈmaroma]
Αραβ., Γούρδ.
Από το ρ. καμαρώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η λ. δεν αποτελεί ιστορική συνέχεια της μεταγν. λ. καμάρωμα = καμάρα, θόλος.
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025