καμάρωμα
(ουσ. αρσ.)
καμάρωμα
[kaˈmaroma]
Αραβ., Γούρδ.
Από το αορ. θ. του ρ. καμαρώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η λ. δεν αποτελεί ιστορική συνέχεια της μεταγν. λ. καμάρωμα = κάμαρα, θόλος.