κάμα (I)
(ουσ. θηλ.)
qάμα
[ˈqama]
Φλογ.
qαμά
[qaˈma]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ.
γκάμα
[ˈgama]
Ουλαγ.
γάμα
[ˈɣama]
Μισθ., Σινασσ.
Αρσ.
γαμάς ο
[ɣaˈmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. kama = δίκοπο μαχαίρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gama (THADS, λ. gama I).
1. Δίκοπο μαχαίρι
ό.π.τ.
:
Χατζιλάιναμ' ντου γαμά μέση τ', να τ͑υρπήσουμ' διαολιού καργιά
(Πετούσαμε το μαχαίρι στην μέση του [ανεμοστρόβιλου], για να τρυπήσουμε την καρδιά του διαβόλου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
2. Ξίφος, σπαθί
Φάρασ.
3. Ξιφολόγχη
ό.π.τ.
:
Σήκουσι ντου γαμά να γαμαλαΐσ' ντου
(Σήκωσε την ξιφολόγχη να τον μαχαιρώσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.