ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάμα (I) (ουσ. θηλ.) qάμα [ˈqama] Φλογ. qαμά [qaˈma] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ. γκάμα [ˈgama] Ουλαγ. γάμα [ˈɣama] Μισθ., Σινασσ. Αρσ. γαμάς ο [ɣaˈmas] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. kama = δίκοπο μαχαίρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. gama (THADS, λ. gama I).
1. Δίκοπο μαχαίρι ό.π.τ. : Χατζιλάιναμ' ντου γαμά μέση τ', να τ͑υρπήσουμ' διαολιού καργιά (Πετούσαμε το μαχαίρι στην μέση του [ανεμοστρόβιλου], για να τρυπήσουμε την καρδιά του διαβόλου) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Ξίφος, σπαθί Φάρασ.
3. Ξιφολόγχη ό.π.τ. : Σήκουσι ντου γαμά να γαμαλαΐσ' ντου (Σήκωσε την ξιφολόγχη να τον μαχαιρώσει) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.