καλπάκι
(ουσ. ουδ.)
καλπάκι
[kalˈpaci]
Σινασσ.
γαλπάχ̇ι
[ɣalˈpaxi]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. καλπάκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kalpak = γούνινο καπέλο
1. Καλπάκι, γούνινο στρογγυλό κάλυμμα κεφαλής.
ό.π.τ.
2. Καλημαύχι ιερέως
Φάρασ.