ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλπάκι (ουσ. ουδ.) καλπάκι [kalˈpaci] Σινασσ. γαλπάχ̇ι [ɣalˈpaxi] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. καλπάκι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kalpak = γούνινο καπέλο
1. Καλπάκι, γούνινο στρογγυλό κάλυμμα κεφαλής. ό.π.τ.
2. Καλημαύχι ιερέως Φάρασ.