καλοσύνη
(ουσ. ουδ.)
καλοσύνη
[kaloˈsini]
Φλογ.
καλοσ̑ύνη
[kaloˈʃini]
Ανακ.
καλοσ̑ύν'
[kaloˈʃin]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ.
καοσύνη
[kaoˈsini]
Φάρασ.
καλοψ̑ύμ'
[kaloˈpʃim]
Αραβαν.
Πληθ.
καλοσ̑ύνια
[kaloˈʃiɲa]
Αραβαν., Μαλακ., Σίλ., Τροχ.
Μεσν. ουσ. καλοσύνη.
1. Καλοσύνη, καλή πράξη, ευεργεσία
ό.π.τ.
:
Μη ’υρέφ' καοσύνη τσάπου φτένεις κιοτουλούκι
(Μην γυρεύεις καλοσύνη εκεί που κάνεις κακό)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ιτό καλοσ̑ύν' ποίκις του εμένα, να ποίκου τζ̑ι ένα καλοσ̑ύν' εσένα
(Εσύ έκανες ένα καλό σ' εμένα, θα κάνω κι εγώ ένα καλό σ' εσένα)
Μισθ.
-Dawk.
Εγιώ σο γκόσμο ότι σάνεις εκείνο έρεται ομbρό σ', και τα καλοσύνια και τα κοτισύνια
(Ό,τι κάνεις στον κόσμο το βρίσκεις μπροστά σου, και τις καλές πράξεις και τις κακές)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Εκεί να ιδείς ετά κι ετά τα σπίτσια και να ρωτήεις τσι καλοσύνη ποίκαν να μάθεις
(Εκεί να δεις αυτά κι αυτά τα σπίτια και να ρωτήσεις τι καλή πράξη έκαναν να μάθεις)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Ποίτσ̑ε αν γκαοσύνη τσ̑αι κόνdα τα σο ποτάμι
(Κάνε μιά καλοσύνη και ρίξε την στο ποτάμι˙ κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό, το καλό δεν θέλει ανταμοιβή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
εϊλίκι :1, καλολίκι, καλός
2. Καλοκαιρία, λιακάδα
Αξ.
:
Σήμερα έχουμ' καλοσ̑ύν'
(Σήμερα έχουμε καλοκαιρία)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Ευημερία
Ανακ., Σίλ., Φάρασ.
:
Παναΐα μ’ να δώκ’ς ’λάφρωσ̑η και καλοσ̑ύνη
(Παναγία μου να μου δώσεις (στην δουλειά μου) ξαλάφρωμα και καλοσύνη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ποίσ’ σάbρι πολ̑ύ, να νάβρεις καλοσ̑ύνια
(Κάνε πολλή υπομονή και θα βρεις πολλά καλά)
Σίλ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Σηκώθηη Ρωμοσύνη να ιδεί Θεού καοσύνη
(Ξεσηκώθηκε η Ρωμιοσύνη να δει Θεού καλοσύνη)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.