ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάλφας (ουσ. αρσ.) qάλφας [ˈqalfas] Μαλακ., Φλογ. γάλφας [ˈɣalfas] Φάρασ. γαλφάς [ɣalˈfas] Μισθ., Τσαρικ. γάλφε [ˈɣalfe] Μισθ. Πληθ. κάλφαρια [ˈkalfarʝa] Αραβαν. Νεότ. ουσ. κάλφας, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kalfa.
1. Κάλφας, βοηθός μάστορα. ό.π.τ. : Όσα κάλφαρια είν' ασ' το Γάισερι ως το Καραμάν, να σωροφτούν σο Κάστρο (Όσοι καλφάδες υπάρχουν από την Καισάρεια ως το Καραμάν, να μαζευτούν στο Κάστρο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Τεχνίτης ό.π.τ.
β. Αρχιμάστορας Μαλακ., Τσαρικ.
3. Στο σχολείο, μεγάλος μαθητής που διδάσκει τους μικρότερους Μισθ., Φλογ.