κάλφας
(ουσ. αρσ.)
qάλφας
[ˈqalfas]
Μαλακ., Φλογ.
γάλφας
[ˈɣalfas]
Φάρασ.
γαλφάς
[ɣalˈfas]
Μισθ., Τσαρικ.
γάλφε
[ˈɣalfe]
Μισθ.
Πληθ.
κάλφαρια
[ˈkalfarʝa]
Αραβαν.
Νεότ. ουσ. κάλφας, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kalfa.
1. Κάλφας, βοηθός μάστορα.
ό.π.τ.
:
Όσα κάλφαρια είν' ασ' το Γάισερι ως το Καραμάν, να σωροφτούν σο Κάστρο
(Όσοι καλφάδες υπάρχουν από την Καισάρεια ως το Καραμάν, να μαζευτούν στο Κάστρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Τεχνίτης
ό.π.τ.
β.
Αρχιμάστορας
Μαλακ., Τσαρικ.
3. Στο σχολείο, μεγάλος μαθητής που διδάσκει τους μικρότερους
Μισθ., Φλογ.