ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καμαϊνταρό (ουσ. ουδ.) καμαϊνταρό [kamaindaˈro] Μισθ. Πιθ. από τα ουσ. κάματος = όργωμα και ταρός = καιρός (Κωστάκης 1977: 473). Πιθ. και απευθείας από το επίθ. καματερός.
Δεύτερο όργωμα και ειδικ. το όργωμα κατά τον μήνα Αύγουστο : Καμαϊνταρό τσ̑είδι τσ̑ι που λάμισ̑καμ’ ντουν Άγουστου τα νύχτις, γιαζινdαρό τσ̑είδι που χερίζουμι (Καμαϊνταρό ήταν αυτό που οργώναμε τον Αύγουστο τις νύχτες, γιαζινταρό είναι που θερίζουμε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πβ. γιαζινταρός