ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλύβι (ουσ. ουδ.) καλύβι [kaˈlivi] Σίλ., Φάρασ. καλύβ' [kaˈliv] Γούρδ., Μισθ. Πληθ. καλύβε [kaˈlive] Φάρασ. Μεταγν. ουσ. καλύβιον. Ο τύπ. καλύβι μεσν.
Καλύβα ό.π.τ. : Σ̑άνιξαμ' καλύβ' σου ναgιριώνα τσι φύλακναμ' ντου (Φτιάχναμε καλύβι στο μποστάνι και το φυλάγαμε) Μισθ. -Κοτσαν. Οι άνdρε κοφτίνκαν τα σταφύλε ’σ’ τα κλήματα τζ̑αι κουβαλίνκαμ’ τα σο καλύβι (Οι άντρες έκοβαν τα κλήματα και τα κουβαλούσαμε στο καλύβι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. εβτζίκ
β. Ειδικότ., πρόχειρο οικοδόμημα που χρησίμευε ως ξωκκλήσι Φάρασ.