καλύβι
(ουσ. ουδ.)
καλύβι
[kaˈlivi]
Σίλ., Φάρασ.
καλύβ'
[kaˈliv]
Γούρδ., Μισθ.
Πληθ.
καλύβε
[kaˈlive]
Φάρασ.
Μεταγν. ουσ. καλύβιον. Ο τύπ. καλύβι μεσν.
Καλύβα
ό.π.τ.
:
Σ̑άνιξαμ' καλύβ' σου ναgιριώνα τσι φύλακναμ' ντου
(Φτιάχναμε καλύβι στο μποστάνι και το φυλάγαμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Οι άνdρε κοφτίνκαν τα σταφύλε ’σ’ τα κλήματα τζ̑αι κουβαλίνκαμ’ τα σο καλύβι
(Οι άντρες έκοβαν τα κλήματα και τα κουβαλούσαμε στο καλύβι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
εβτζίκ
β.
Ειδικότ., πρόχειρο οικοδόμημα που χρησίμευε ως ξωκκλήσι
Φάρασ.