καλούτσικα
(επίρρ.)
καλούτσικα
[kaˈlutsika]
Ανακ., Μαλακ., Σίλ.
καλούσ̑κα
[kaˈluʃka]
Αξ.
καούσκα
[kaˈuska]
Φάρασ.
Μεσν. επίρρ. καλούτσικα.
1. Καλούτσικα, αρκετά καλά
Σίλ., Φάρασ.
:
Καό Χριστόν μας, τιδέ αδέ ση γωνία ση γωνία έχομες δύο καούσκα μαχαίρε
(Καλέ μας Χριστέ, έχουμε εδώ στην γωνία δύο καλούτσικα μαχαίρια = Λουκ. 22.38 Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο)
Φάρασ.
-Lag.
2. Πολύ καλά
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σίλατ.
:
Καλούτσικα πέρναναμ'
(Περνούσαμε πολύ καλά)
Ανακ.
-Cost.
Συνών.
ζόρια :3, καλά, καλούτσικανας
3. Καλύτερα
Φάρασ.
:
Καούσκα μη 'νοίξετε το χαρι-ένιν σώστου να νάρτω
(Καλύτερα μην ανοίξετε το καζάνι μέχρι να έρθω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
κάμο, Πβ.
καλά