ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλούτσικα (επίρρ.) καλούτσικα [kaˈlutsika] Ανακ., Μαλακ., Σίλ. καλούσ̑κα [kaˈluʃka] Αξ. καούσκα [kaˈuska] Φάρασ. Μεσν. επίρρ. καλούτσικα.
1. Καλούτσικα, αρκετά καλά Σίλ., Φάρασ. : Καό Χριστόν μας, τιδέ αδέ ση γωνία ση γωνία έχομες δύο καούσκα μαχαίρε (Καλέ μας Χριστέ, έχουμε εδώ στην γωνία δύο καλούτσικα μαχαίρια = Λουκ. 22.38 Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο) Φάρασ. -Lag.
2. Πολύ καλά Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σίλατ. : Καλούτσικα πέρναναμ' (Περνούσαμε πολύ καλά) Ανακ. -Cost. Συνών. ζόρια :3, καλά, καλούτσικανας
3. Καλύτερα Φάρασ. : Καούσκα μη 'νοίξετε το χαρι-ένιν σώστου να νάρτω (Καλύτερα μην ανοίξετε το καζάνι μέχρι να έρθω) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. κάμο, Πβ. καλά