καλοσύνεμα
(ουσ.)
καλοσ̑ύνεμα
[kaloˈʃinema]
Αραβαν.
Από το ρ. καλοσυνεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Βελτίωση του καιρού
2. Ανάρρωση