λιάρωμα
(ουσ. ουδ.)
λιάρουμα
[ˈʎaruma]
Μισθ.
γιάρωμα
[ˈʝaroma]
Ουλαγ.
Από το θ. λιαρω- του ρ. λιαρώνω όπου και τύπ. γιαρώνω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Η λ. και Πόντ. με τον τύπ. λάρωμα.
Θεραπεία ή ανάρρωση
ό.π.τ.
:
Απ' ιτσ̑αρώ ντο γιάρωμα κιμό' τι ντε χάρτζεψαμ'
(Εξαιτίας της θεραπείας του τι δεν ξοδέψαμε)
Ουλαγ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
καλολάντημα, καλοσύνεμα, Πβ.
τσαρές