λιγούτσικο
(επίρρ.)
λιγούτσικο
[liˈɣutsiko]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Φερτάκ.
λιγούτζικο
[liˈɣudziko]
Σινασσ.
λιγούσ̑' κο
[liˈɣuʃko]
Αξ.
λίτσικο
[ˈlitsiko]
Φλογ.
λίτσ̑ικο
[ˈlitʃiko]
Αραβαν.
λίτσικου
[ˈlitsiku]
Μισθ.
λίσ̑’κο
[ˈliʃko]
Αραβαν.
νιούτσικου
[ˈɲutsiku]
Σίλ.
Από το μεσν. επίρρ. ὀλιγούτσικον, πβ. Χρον. Μορ. P 5358 «Ἐστάθην ὀλιγούτσικον καὶ λέγει τὸν λαόν του». Ο τύπ. λιγούτσικο νεότ.
Λιγάκι, λιγουλάκι
ό.π.τ.
:
Λιγούτσικο όξω από το χωριό
(Λιγάκι έξω από το χωριό)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πήγαμ' νιούτσικου απάνου, ήτου ένα χαϊβάνι, απάνου ειζ άρτουπους
(Πήγαμε λίγο παραπάνω, ήταν ένα άλογο, απάνω του ένας άνθρωπος καβάλα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γκιοζλάντα του λίτσ̑ικου
(Περίμενέ τον λιγάκι)
Μισθ.
-Φατ.
Εκείνου δε ντου μπα̈άντσα, τσόουν λίτσικου μέγα
(Εκείνο δε μου άρεσε, ήταν λιγάκι μεγάλο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
λέικκο, χαταρούτσικο