ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιγώνω (ρ.) λι-εγώνου [lieˈɣonu] Φάρασ. λι-εώνου [lieˈonu] Φάρασ. Αόρ. ολίγωσα [oˈliɣosa] Τελμ. λι-έγωσα [liˈeɣosa] Σατ., Φάρασ. λι-έγουσα [liˈeɣusa] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ. Παθ. λι-εγούμαι [lieˈɣume] Φάρασ. Μτχ. λι-εγωμένους [lieˈɣomenus] Φάρασ. λι-εγωσμένος [lieɣoˈzmenos] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. λιγώνω, το οπ. από το μεταγν. ὀλιγόω-ῶ = λιγοστεύω.
1. Μτβ., λιγοστεύω, ελαττώνω κάτι Φάρασ. Συνών. λιγεύω, μικραίνω
2. Αμτβ., λιγοστεύω Τελμ. : Το φένgος γιαβάς γιαβάς ολίγωσεν (Το φεγγάρι σιγά σιγά λιγόστεψε, πηγαίνει στην χάση του) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. λιγεύω
3. Κουράζομαι Φάρασ. : Φορτούσανdε πολύ βάρος, τζ̑αι σηκώνκαν αν ντo λιέγα βαρέ θάλε, θεχούς να λιεγώσουν (Φορτώνονταν πολύ βάρος, και σήκωναν κάτι βαριές πέτρες σαν κι αυτές, χωρίς να κουραστούν) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Λιέγουσιν τζαι γιαναστέσιν σ’ ε στσιάιδι να πάρει αν ύπνος τεΐ (Κουράστηκε και ξάπλωσε σε μιά σκιά να πάρει ένα υπνάκο) Φάρασ. -Παπαδ. Σήμερο λιέγωσα πλέτερο (Σήμερα κουράστηκα περισσότερο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Κοντά τα ο πατισάχους ση ναίκα του, η ναίκα του σον πατισάχου, άλλου λι-έγουσανι, οσάντ’σανι (Το πετάει (ενν. το τόπι) ο βασιλιάς στην γυναίκα του, η γυναίκα του στον βασιλιά, κουράστηκαν πιά, βαρέθηκαν) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Του πααίνει ’σ’ τ’ όρτόν ντη στράτα, τζ̑ο λι-εώνει (Όποιος πάει από τον ίσιο δρόμο, δεν κουράζεται˙ πετυχαίνει όποιος ακολουθεί τον ενδεδειγμένο τρόπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. απομένω, γιορουλντίζω, κουράζω, πεστανίσκω, τζιγαρίζομαι :2