ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιλίτσι (ουσ. ουδ.) λιλίτσ' [liˈlits] Ανακ. λιλίτσ̑' [liˈlitʃ] Αξ. λϋλΰτσ̑ [lyˈlytʃ] Φλογ. λιουλιούτσ' [ʎuʎuts] Φλογ. λϋλΰκ' [lyˈlyc] Φλογ. λουλούκι [luˈluci] Φλογ. λελέσ̑' [leˈleʃ] Αραβαν. Αγν. ετύμ., πιθ. από το μεταγν. ουσ. ὑαλῖτις, όπου και τύπ. ὑελῖτις = υελώδης, πβ. Στράβ. Γεωγρ. 16.2.25 «φέρων τὴν ὑαλῖτιν ἄμμον». Πβ. και λιλλίτσι Κύπρ. = θραύσμα γυαλιού (Κονομής 2023: 117, Κυριακίδης 1909, λ. λιλλίτσι). Εναλλακτικά, από το ουσ. γυαλί και το παραγωγ. επίθ. -ίτσι. Για την σημ. ‘πορσελάνη’, πβ. ν.ε. διαλεκτ. επίθ. γυαλίτικος = για αγγείο, πορσελάνινος, για την σημ. ‘παγοκρύσταλλο’, πβ. γυαλί = ψύχος (πολλαχού), γυαλία = δριμύ ψύχος’ (Καλαβρ.), γυαλ-λίτσα = επίπαγος στην επιφάνεια νερού (Κύπρ.) και γυαλώνω = παγώνω (πολλαχού) (ΙΛΝΕ, λ. γυαλί Β1β, γυαλίτικος, γυαλία, γυαλίτσα ΙΙ, γυαλώνω Β1).
1. Γυαλί Αξ., Αραβαν., Φλογ. Συνών. τζάμι :2
2. Πορσελάνη Αξ., Αραβαν.
3. Παγοκρύσταλλο που κρέμεται από την στέγη Ανακ., Φλογ. Συνών. κιλίτσι, μανάλι :3