ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιμνώνω (ρ.) λιμbλώνω [limˈblono] Φάρασ. λιμλώνω [limˈlono] Φάρασ. Από το μεταγν. ρ. λιμνόομαι -οῦμαι, το οπ. από το ουσ. %iλίμνη.
Λιμνάζω, γεμίζω λιμνάζοντα νερά Φάρασ. : Λιμbλώνκαν τα λερά (Λίμνασαν τα νερά) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Βρέχουν βρεσ̑ές, τα τοπία λιμλώνουν
βορές, σ̑ειμός τζ̑αι τα κρύα μουώνουν
(Βρέχουν βροχές, τα χωράφια λιμνάζουν
βοριάς, χειμώνας και τα κρύα εξαφανίζονται)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.