λιμνώνω
(ρ.)
λιμbλώνω
[limˈblono]
Φάρασ.
λιμλώνω
[limˈlono]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. λιμνόομαι -οῦμαι, το οπ. από το ουσ. %iλίμνη.
Λιμνάζω, γεμίζω λιμνάζοντα νερά
Φάρασ.
:
Λιμbλώνκαν τα λερά
(Λίμνασαν τα νερά)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Ασμ.
Βρέχουν βρεσ̑ές, τα τοπία λιμλώνουν
βορές, σ̑ειμός τζ̑αι τα κρύα μουώνουν (Βρέχουν βροχές, τα χωράφια λιμνάζουν
βοριάς, χειμώνας και τα κρύα εξαφανίζονται) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
βορές, σ̑ειμός τζ̑αι τα κρύα μουώνουν (Βρέχουν βροχές, τα χωράφια λιμνάζουν
βοριάς, χειμώνας και τα κρύα εξαφανίζονται) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.