ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λιθοσώρι (ουσ. ουδ.) λιθοσώρι [liθoˈsori] Κίσκ. λισοθώρι [lisoˈθori] Κίσκ., Φάρασ. λιθοθώρι [liθoˈθori] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. λιθόσωρον = σωρός από πέτρες (LBG), πβ. και μεσν. λιθοσωρεία. Η λ. στον πληθ. λιθοσώρια ως τοπων. ήδη από τον 9ο αι.
Σωρός από πέτρες ό.π.τ. : Έχω τζ̑αι σο Καbάνι σο λιθοθώρι αν τζ̑ουτζ̑όκκο λίρες (Έχω και στο Καμπάνι στον λιθοσωρό ένα μικρό κιούπι με λίρες) Φάρασ. -Dawk.