λικμένι
(ουσ. ουδ.)
λικμέν'
[likˈmen]
Αραβαν., Γούρδ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. likmen - lükman, το οπ. από το ελλ. λυχνάρι. Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 204). Πβ. ποντ. λικμα̈́νιν.