λυχνάρι
(ουσ. ουδ.)
λυχνέρ'
[lixˈner]
Αραβαν., Γούρδ.
λεχνέρι
[lexˈneri]
Σινασσ.
Aπό το μεσν. ουσ. λυχνάριον, μεσν. λυχνάρι, με αφομ. φωνηέντων κατά τουρκικά πρότυπα.