ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λυχνάρι (ουσ. ουδ.) λυχνέρ' [lixˈner] Αραβαν., Γούρδ. λεχνέρι [lexˈneri] Σινασσ. Aπό το μεσν. ουσ. λυχνάριον, μεσν. λυχνάρι, με αφομ. φωνηέντων κατά τουρκικά πρότυπα.
Λυχνάρι ό.π.τ. Συνών. λικμένι, λυχνί, λύχνος, τσιρέκι