τσιρέκι
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιρέκ'
[tʃiˈrek]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
τσιρέκ'
[tsirek]
Ουλαγ., Σίλατ., Τροχ.
τσιράκ'
[tsiˈrak]
Σινασσ.
τσεράκ'
[tseˈrak]
Σινασσ.
τσ̑ιρέτσ'
[tʃiˈrets]
Μισθ.
τσ̑ιράτσ̑ι
[tʃiˈratʃi]
Μισθ.
τσιριάτσ'
[tsiˈrʝats]
Μισθ.
τσ̑ιράχ'
[tʃiˈrax]
Σίλ.
Αρσ.
τσ̑ιράσ’
[tʃiˈras]
Φάρασ.
τσιράλ'
[tsiˈral]
Σεμέντρ.
Από το τουρκ. ουσ. çırak (παλ. τουρκ. çırağ, çerağ < περσ. çirāḳ ή çirāġ) = καντήλι, λύχνος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. çırah.
1. Λυχνάρι, καντήλι
ό.π.τ.
:
Τσιρεκιού ντο βύνημα τί 'ναι;
(του λυχναριού το σβήσιμο τι είναι;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο τσιρέκ' βυνημένο 'ναι
(η λυχνία είναι σβησμένη)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ομπρό τους γήφιξι ένα λαϊού τσ̑ιράτσ̑ι γιορτή μέρα
(μπροστά τους έκαιγε ένα λυχνάρι με σπορέλαιο τις γιορτές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ντώκιν νεκκλησ̑άς τ͑αχτά, γήψε τσ̑ιράτσ̑ι
(σήμανε η καμπάνα της εκκλησίας, άναψε το καντήλι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Nτά βραϊά χήφτιξαμ' ντου τσιριάτσ'
(τα βράδια ανάβαμε το λυχνάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήψαμ' το τσεράκ', τό βαλαμ' στο παθηνί επάνω 'ς το τσεραχπά
(Ανάψαμε το λυχνάρι, το βάλαμε στην υποδοχή επάνω στον λυχνοστάτη)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Όπ' φαΐζει το ταχτά, παίνου γιάφτου ντο τσιρέκ'
(Όταν χτυπάει το σήμαντρο, πηγαίνουν και ανάβουν το καντήλι)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το βραδύ πααίγκανι σις γοντσ̑ήδοι ή σις χ’σίμοι μο τον τσ̑ιρά να αχσαμλατίσουνι, να δεβάσουνι το σαχάτι
(Το βράδυ πήγαιναν στους γείτονες ή στους συγγενείς με το λυχνάρι να κάνουν βραδινή επίσκεψη, να περάσουν την ώρα τους)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Άκου τα, νουνάκα μ', αν κείσαι κι αν κοιμάσαι
Ήψε το τσιρέκι σ' και σέμα σο κελλάρι σ'
Σέμα σο κελλάρι σ' και φώτσε το φενέρι σ' (Άκου τα, νονίτσα μου, αν είσαι κοιμισμένη
Άναψε το λυχνάρι σου και μπες στο κελλάρι σου
Μπες στο κελλάρι σου και φώτισε το φανάρι σου) Φλογ. -Νίγδελ.Λ.
Ήψε το τσιρέκι σ' και σέμα σο κελλάρι σ'
Σέμα σο κελλάρι σ' και φώτσε το φενέρι σ' (Άκου τα, νονίτσα μου, αν είσαι κοιμισμένη
Άναψε το λυχνάρι σου και μπες στο κελλάρι σου
Μπες στο κελλάρι σου και φώτισε το φανάρι σου) Φλογ. -Νίγδελ.Λ.
2. Γενικότ., τεχνητό φως
Αραβαν.
:
Το κλώρ' το σαάς̑, ασ' το μακρυά είρε λίγο τσ̑ιρέκ
(Την ώρα που γύριζε, από μακρυά είδε λίγο φως)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
λυχνάρι