ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιριχτής (ουσ. αρσ.) τσιρικτής [tsiriˈktis] Σινασσ. τσιριχτής [tsirixˈtis] Σινασσ. τζ̑ιρικτσής [dʒiriˈktsis] Σίλ. τζ̑ι̂ρι̂χτζής [ˈdʒɯrɯxˈdzis] Αξ. τσιλιχτήρ' [tsiliˈxtir] Σινασσ. Από το ρ. τσιρίζω (< αρχ. συρίζω) και το παραγωγ. επίθμ. -της. Πβ. και το ηχομιμητ. τουρκ. cırcır = γρύλλος. Μάλλον δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. συρικτής = παίκτης φλογέρας. O τύπ. τσιλιχτήρ' με επίθμ. -τήρι αντί -της και ανομ. επαλλήλων υγρών.
Τζίτζικας ό.π.τ. : Τζ̑ιρικτσή πήρι τ’ αφτσ̑ά (O τζίτζικας μας πήρε τ' αφτιά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ζαρζάρα, τσιρλαγάνα :1