τσιριχτής
(ουσ. αρσ.)
τσιρικτής
[tsiriˈktis]
Σινασσ.
τσιριχτής
[tsirixˈtis]
Σινασσ.
τζ̑ιρικτσής
[dʒiriˈktsis]
Σίλ.
τζ̑ι̂ρι̂χτζής
[ˈdʒɯrɯxˈdzis]
Αξ.
τσιλιχτήρ'
[tsiliˈxtir]
Σινασσ.
Από το ρ. τσιρίζω (< αρχ. συρίζω) και το παραγωγ. επίθμ. -της. Πβ. και το ηχομιμητ. τουρκ. cırcır = γρύλλος. Μάλλον δεν υφίσταται ιστορική συνέχεια με το αρχ. ουσ. συρικτής = παίκτης φλογέρας. O τύπ. τσιλιχτήρ' με επίθμ. -τήρι αντί -της και ανομ. επαλλήλων υγρών.
Τζίτζικας
ό.π.τ.
:
Τζ̑ιρικτσή πήρι τ’ αφτσ̑ά
(O τζίτζικας μας πήρε τ' αφτιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ζαρζάρα, τσιρλαγάνα :1