τσιρμαλατώ
(ρ.)
τσ̑ιρμαλατώου
[tʃirmalaˈtou]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. tırmalamak = ξύνω, γρατζουνώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. cırmalamak (Tietze 2016, λ. cırmala–).
Γρατζουνώ
Συνών.
γαρτσουνώ