τσιτιρτού
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ιτιρτού
[tʃitirˈtu]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ους. çıtırtı = τρίξιμο.
Τρίξιμο, τριγμός