ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρπτίζω (ρ.) τσιρπτίζω [tsirpˈtizo] Φερτάκ. τ͑σ̑ιρπ͑τ͑ιέζω [tʰʃirpʰtʰi'ezo] Φάρασ. τσ̑ιρπτώ [tʃιrˈpto] Μαλακ. τσ̑ιρπώ [tʃιrˈpo] Ανακ. Αόρ. τσ̑ίρπ’σα ['tʃɯrpsa] Αραβαν. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. çırpmak = τινάζω.
Τινάζω, αποτινάζω ό.π.τ. : Τσ̑ίρπ'σεν ντο εμιά (Τον τίναξε μία φορά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Τσ̑ιρπώ το μελίσσ' (Τινάζω το μελίσσι˙ Κουνώ το μελίσσι, όταν έχει πιαστεί σε δέντρο ή κάπου αλλού, για να μπει στη νέα του κατοικία) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. αποτινάζω