τσιτής
(ουσ. αρσ.)
τσ̑ιτ͑ής
[tʃi'tʰis]
Φάρασ.
τσ̑ιτί
[tʃi'ti]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. çit = φράκτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. çiti = α) φράκτης β) μεγάλο καλάθι που τοποθετούν στις βοϊδάμαξες για τη μεταφορά σανού (THADS 3, λ. çiti VI, ΙΧ).
2. Μεγάλο δοχείο από καραβόπανο που προσαρμόζεται στη βοϊδάμαξα για τη μεταφορά των σταφυλιών
Μαλακ.