ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιτής (ουσ. αρσ.) τσ̑ιτ͑ής [tʃi'tʰis] Φάρασ. τσ̑ιτί [tʃi'ti] Μαλακ. Από το τουρκ. ουσ. çit = φράκτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. çiti = α) φράκτης β) μεγάλο καλάθι που τοποθετούν στις βοϊδάμαξες για τη μεταφορά σανού (THADS 3, λ. çiti VI, ΙΧ).
1. Φράκτης Φάρασ. Συνών. αμπλεχτή :1, φραγμός :1, φραμί :1
2. Μεγάλο δοχείο από καραβόπανο που προσαρμόζεται στη βοϊδάμαξα για τη μεταφορά των σταφυλιών Μαλακ.