τσιτής
(ουσ. αρσ.)
τσ̑ιτ͑ής
[tʃi'tʰis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çit = φράκτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. çiti (THADS 3, λ. çiti VI).
Φράκτης
Συνών.
αμπλεχτή :1, φραγμός :1, φραμί :1