φραγμός
(ουσ. αρσ.)
φραγμός
[fraɣˈmos]
Σινασσ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. φραγμός.
Χτιστός ή φυσικός φράχτης
ό.π.τ.
:
Ο απός έμbη σο 'μπέλιν 'πέσου 'ς του κατέγκεν του φραγμού το τρυπίν
(Η αλεπού μπήκε μέσα στο αμπέλι από την τρύπα του φράχτη που ήξερε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
αμπλεχτή :1, φραμί :1