ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουτσί (ουσ. ουδ.) φουτσ̑ί [fu'tʃi] Γούρδ., Τελμ. χουτσ̑ί [xuˈtʃi] Σίλ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. fıçı = βαρέλι (< παλ. τουρκ. fuçī· Tietze 2016: λ. fuçı), το οπ. από το μεσν. βουτζίον (< μεσν. βούτιον < μεταγν. βοῦττις).
Βαρέλι Τελμ. : Επήρεν ένα φουτσ̑ί, και κάλεψεν σ̑η μεσ̑ού τ (Πήρε ένα βαρέλι και το έβαλε στη μέση του) Τελμ. -Dawk. Ένα χουτσ̑ίν απέσου οχτώ οκάρες μέλι (Ένα βαρέλι με οχτώ οκάδες μέλι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Εκάλντεψεν σ’ ένα φουτσ̑ί (Τοποθετήθηκε σε ένα βαρέλι) Τελμ. -Dawk. Συνών. βαρέλι, Πβ. βουτόκκο