φουτσί
(ουσ. ουδ.)
φουτσ̑ί
[fu'tʃi]
Γούρδ., Τελμ.
χουτσ̑ί
[xuˈtʃi]
Σίλ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. fıçı = βαρέλι (< παλ. τουρκ. fuçī· Tietze 2016: λ. fuçı), το οπ. από το μεσν. βουτζίον (< μεσν. βούτιον < μεταγν. βοῦττις).