ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φροϊστήρι (ουσ. ουδ.) φροϊστήρι [froiˈstiri] Φάρασ. Πληθ. φροϊστήρε [froiˈstire] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. σφραγιστήριον = σφραγίδα με αποβολή του αρκτικού [s] και του μεσοφωνηεντικού /ɣ/.
Ξύλινη σφραγίδα για το σφράγισμα του πρόσφορου : || Φρ. Μέγα φροϊστήρι (Μεγάλη σφραγίδα˙ Η σφραγίδα με σταυρό με την οποία σφράγιζαν το κέντρο της βασιλόπιτας) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Των ανgέλων φροϊστήρε (Των αγγέλων οι σφραγίδες˙ Μικρές σφραγίδες με τις οποίες σφράγιζαν τις άκρες τις βασιλόπιτας) Φάρασ. -Νίγδελ.Λ. Συνών. φραΐζω, φραϊστό