φροϊστήρι
(ουσ. ουδ.)
φροϊστήρι
[froiˈstiri]
Φάρασ.
Πληθ.
φροϊστήρε
[froiˈstire]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. σφραγιστήριον = σφραγίδα με αποβολή του αρκτικού [s] και του μεσοφωνηεντικού /ɣ/.
Ξύλινη σφραγίδα για το σφράγισμα του πρόσφορου
:
|| Φρ.
Μέγα φροϊστήρι
(Μεγάλη σφραγίδα˙ Η σφραγίδα με σταυρό με την οποία σφράγιζαν το κέντρο της βασιλόπιτας)
Φάρασ.
-Νίγδελ.Λ.
Των ανgέλων φροϊστήρε
(Των αγγέλων οι σφραγίδες˙ Μικρές σφραγίδες με τις οποίες σφράγιζαν τις άκρες τις βασιλόπιτας)
Φάρασ.
-Νίγδελ.Λ.
Συνών.
φραΐζω, φραϊστό