φραμί
(ουσ. ουδ.)
φραμί
[fraˈmi]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το ουσ. φραγμός και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι. Για την σημ. πβ. το μεταγν. ουσ. φραγμίτης = θάμνος που μεγαλώνει σε φράχτες.
2. Τζιτζιφιά
Αραβαν.