ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φραμί (ουσ. ουδ.) φραμί [fraˈmi] Αραβαν., Γούρδ. Από το ουσ. φραγμός και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι. Για την σημ. πβ. το μεταγν. ουσ. φραγμίτης = θάμνος που μεγαλώνει σε φράχτες.
1. Θάμνος που χρησιμεύει ως φράχτης κήπων Γούρδ. Συνών. αμπλεχτή :1, φραγμός :1
2. Τζιτζιφιά Αραβαν.