αμπλεχτή
(ουσ. θηλ.)
αμbλεχτή
[ambleˈxti]
Φάρασ.
Θηλ. του αμαρτ. επιθ. αμπλεχτός, από αμάρτ. τύπ. αμπλέκω του ρ. ἀναπλέκω ή ἐμπλέκω και το παραγωγ. επίθμ. -τός.
Φράκτης πλεγμένος από βέργες
Συνών.
τσιτής, φραγμός :1, φραμί :1