αμπαμπούλι
(ουσ. ουδ.)
αbαbούλι
[abaˈbuli]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. ebabil = αγριοχελίδονο, όπου και διαλεκτ. τύπ. ababul.
Το πουλί αγριοχελίδονο ή μαυροσταχτούρα (apus apus)
Ανακ.
:
Ήρταν τ’ αbαbούλια, ήρτεν καλοκαίρης
(Ήρθαν τα αγριοχελίδονα, ήρθε το καλοκαίρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.