αμόνι
(ουσ. ουδ.)
αμόν'
[aˈmon]
Μισθ.
'κονόμι
[koˈnomi]
Φάρασ., Φκόσ.
κονόνι
[koˈnoni]
Φκόσ.
Από το μεταγν. ουσ. ἀκμόνιον (υποκορ. του αρχ. ἄκμων). Ο τύπ. αμόνι μεσν. Ο τύπ. κονόμι με επενθετ. ανάπτ. [o] για αρθρωτ. ευκολία, και αντιμετάθ.
Αμόνι, σιδερένια συμπαγής βάση όπου γίνεται η επεξεργασία αντικειμένων από μέταλλο
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
'Πόμεινα σο 'κονόμι τσ̑αι σο τσ̑ακούτσ̑ι 'νάμεσα
(Είμαι ανάμεσα στο αμόνι και το σφυρί˙ είμαι μεταξύ σφύρας και άκμονος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
σάβα