αμόνι
(ουσ. ουδ.)
αμόν'
[aˈmon]
Μισθ.
'κονόμι
[koˈnomi]
Φάρασ., Φκόσ.
κονόνι
[koˈnoni]
Φκόσ.
Από το μεταγν. ουσ. ἀκμόνιον (υποκορ. του αρχ. ἄκμων). Ο τύπ. αμόνι μεσν. Ο τύπ. κονόμι με επενθετ. ανάπτ. [o] για αρθρωτ. ευκολία, και αντιμετάθ.
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025