ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμόνι (ουσ. ουδ.) αμόν' [aˈmon] Μισθ. 'κονόμι [koˈnomi] Φάρασ., Φκόσ. κονόνι [koˈnoni] Φκόσ. Από το μεταγν. ουσ. ἀκμόνιον (υποκορ. του αρχ. ἄκμων). Ο τύπ. αμόνι μεσν. Ο τύπ. κονόμι με επενθετ. ανάπτ. [o] για αρθρωτ. ευκολία, και αντιμετάθ.
Αμόνι, σιδερένια συμπαγής βάση όπου γίνεται η επεξεργασία αντικειμένων από μέταλλο ό.π.τ. : || Παροιμ. 'Πόμεινα σο 'κονόμι τσ̑αι σο τσ̑ακούτσ̑ι 'νάμεσα (Είμαι ανάμεσα στο αμόνι και το σφυρί˙ είμαι μεταξύ σφύρας και άκμονος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. σάβα