αμπανός
(ουσ.)
αbανός
[abaˈnos]
Αξ.
άbανος
[ˈabanos]
Μαλακ.
απανόζ
[apaˈnoz]
Σινασσ.
Πληθ.
αβανόζε
[avaˈnoze]
Φάρασ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. (< περσ.) ουσ. abanoz ή abanos, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἔβενος. Βλ. και Λεξ. Σομ., λ. ἀμπανόζι.
1. Έβενος
ό.π.τ.
2. Στον πληθ., ξερά κούτσουρα
Φάρασ.