αμπέλι
(ουσ.)
αμbέλι
[amˈbeli]
Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
αμbέλ̑ι
[aˈbeʎi]
Σίλ.
αμbέλ'
[amˈbel]
Ανακ., Αξ., Κίσκ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ.
αμbέλ'
[aˈbel]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
'μbέλι
[ˈmbeli]
Φάρασ.
Aπό το αρχ. ἀμπέλιον, υποκορ. του ἄμπελος = κλήμα. Ο τύπ. αμbέλι μεσν.
1. Κλήμα
ό.π.τ.
:
Μι τ' ρανdιστήρα σου τράχη μας ρανdίζαμ' ντ' αμbέλ'
(Με το ραντιστήρι στην ράχη μας ραντίζαμε το αμπέλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα αμbέλια έσπειράν ντα πολύ αργά
(Τα αμπέλια τα έσπειραν πολύ αργά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έρριξαμ' αμbέλ'
(Φυτέψαμε αμπέλι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Αμbελιού φύλλο
(αμπελιού φύλλο˙ αμπελόφυλλο)
Φλογ.
-Dawk.
Αbελιού φύλλου
(Αμπελιού φύλλο˙ Αμπελόφυλλο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Ασμ.
Το Μάη αμbέλια φύτεψεν, το Μάην επανδρεύθην
(Τον Μάη αμπέλια φύτεψεν, τον Μάη παντρεύτηκε)
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.
Συνών.
ασμάς, κλήμα
2. Αμπελώνας
ό.π.τ.
:
Άμι 'ς αμbέλ' τσ̑ι φέρ' σταφύλια
(Πήγαινε στο αμπέλι και φέρε σταφύλια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μια ημέρα μάνα τους αυτά τα τέκνα βέμbει τα 'ς τ' αμbέλια να φέρουσ̑ι μικρά ξ̑ύλα
(Μια μέρα η μητέρα τους στέλνει αυτά τα παιδιά στα αμπέλια για να φέρουν ξυλάκια)
Σίλ.
-Dawk.
'κόμη το 'μbέλι μας ήτουν ση στράταν πάνου
(Ακόμη, το αμπέλι μας ήταν πάνω στον δρόμο)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Πήαμ' κλάδιψαμ' τσι ένα μέρα ντ' αμπέλι τ'
(Πήγαμε κλαδέψαμε και μιά μέρα το αμπέλι του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είχαμ' ντέκα ντώεκα στρέμαα αμπέλ', γερό αμbέλ'
(Είχαμε δέκα-δώδεκα στρέμματα αμπέλι, εύφορο αμπέλι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Όποιος έχ̑' αμπέλια ας βαλ̑' εργάτες
(Όποιος έχει αμπέλια ας πάρει εργάτες γι'αυτά˙ Ο καθένας ας φροντίσει για τις εργασίες του)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τ' χ̇ελώνα απ' ένα αμπέλ' πήραν γκαι κ̒̒ούντ'σαν ντο 'ς άλλο αμbέλ'· και τ' χ̇ελώνα: «Άνταμ σέντε, ετό τ' αμbέλ' α ντε γένη, αζ γενεί ετό τ' αμbέλ'», είπεν
(Την χελώνα από ένα αμπέλι την πήραν και την πέταξαν σε άλλο αμπέλι, και η χελώνα είπε: «Ωχ, άνθρωπε, αν δεν αυτό το αμπέλι, ας είναι το άλλο αμπέλι»˙ Για τις περιπτώσεις όπου μας είναι αδιάφορη η μεταβολή μιας κατάστασης)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'σ' τ' α 'μbέλι πήραν ντη σ̑ι-ώνα, κόντ'σ̑αν ντα 'ς ανάβου 'μbέλι· είπεν ντι κι η σ̑ι-ώνα: «Ατό τ' αμbέλι να μη νά 'νι, 'ς έν' ατα̈́ τ' αμbέλι»
(Από το ένα αμπέλι πήραν την χελώνα, την έρριξαν σε ένα άλλο αμπέλι· είπε κι η χελώνα «Αυτό το αμπέλι αν δεν είναι, ας είναι τούτο τ' αμπέλι»˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Να το πάγω 'ς τ' αγά τ' αμbέλια και 'ς τ' αγά τα περιβόλια
να το δώσω μηλ' απίδια και πολλά πολλά σταφύλια (Να το πάω (το μωρό) στα αμπελια του αγά και στα περιβόλια του αγά,
να του δώσω μήλα, αχλάδια και πολλά πολλά σταφύλια(Νανούρισμα) ) Σινασσ. -Αρχέλ. Χιτάτε να πάμε στο αμbέλι
να κρεμάσωμεν το πρόβατο στο σίδι (Ελάτε να πάμε στο αμπέλι,
να κρεμάσουμε το πρόβατο στην ιτιά) Φάρασ. -Lag. Πήγα στο αμbέλι για να πορπατήσω
είδα ένα κλήμα με πολλά σταφύλια (Πήγα να περπατήσω στο αμπέλι, είδα ένα κλήμα με πολλά σταφύλια
(παιδικό τραγούδι)) Σινασσ. -Αρχέλ.
να το δώσω μηλ' απίδια και πολλά πολλά σταφύλια (Να το πάω (το μωρό) στα αμπελια του αγά και στα περιβόλια του αγά,
να του δώσω μήλα, αχλάδια και πολλά πολλά σταφύλια(Νανούρισμα) ) Σινασσ. -Αρχέλ. Χιτάτε να πάμε στο αμbέλι
να κρεμάσωμεν το πρόβατο στο σίδι (Ελάτε να πάμε στο αμπέλι,
να κρεμάσουμε το πρόβατο στην ιτιά) Φάρασ. -Lag. Πήγα στο αμbέλι για να πορπατήσω
είδα ένα κλήμα με πολλά σταφύλια (Πήγα να περπατήσω στο αμπέλι, είδα ένα κλήμα με πολλά σταφύλια
(παιδικό τραγούδι)) Σινασσ. -Αρχέλ.