ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμπαριώνα (ουσ. ουδ.) αμbαριώνα [ambarˈʝona] Μισθ. Από το ουσ. αμπάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αποθήκη τροφίμων ή καρπών, κυρ. σιτηρών : Τσ̑ουβάλιαζαμ' ντου γέλλ'μα τσι χέκιξαμ' ντα τσ̑ουβάλια τὄνα 'ς τ' άλλ΄ απάν ’ς αμbαριώνα απέσ' (Σακκιάζαμε το σιτάρι και βάζαμε τα τσουβάλια το ένα πάνω στ' άλλο μέσα στο αμπάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. αμπάρι
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025