αμπαριώνα
(ουσ. ουδ.)
αμbαριώνα
[ambarˈʝona]
Μισθ.
Από το ουσ. αμπάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αποθήκη τροφίμων ή καρπών, κυρ. σιτηρών
:
Τσ̑ουβάλιαζαμ' ντου γέλλ'μα τσι χέκιξαμ' ντα τσ̑ουβάλια τὄνα 'ς τ' άλλ΄ απάν ’ς αμbαριώνα απέσ'
(Σακκιάζαμε το σιτάρι και βάζαμε τα τσουβάλια το ένα πάνω στ' άλλο μέσα στο αμπάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αμπάρι
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025