αμπόλι
(ουσ.)
αμbόλ'
[amˈbol]
Αραβαν., Φερτάκ.
Πληθ.
αμbόλια
[amˈboʎa]
Φερτάκ.
Από το μεταγν. ουσ. ἐμβόλιον = στόμιο, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἐμβολή = δίοδος. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. αμπολή, αμπόλι.