ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμπόλι (ουσ.) αμbόλ' [amˈbol] Αραβαν., Φερτάκ. Πληθ. αμbόλια [amˈboʎa] Φερτάκ. Από το μεταγν. ουσ. ἐμβόλιον = στόμιο, υποκορ. του αρχ. ουσ. ἐμβολή = δίοδος. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. αμπολή, αμπόλι.
1. Τεχνητό αυλάκι Αραβαν. Συνών. αρκ, αυλάκι, αχιότα, κάτσι, τσιγίρι
2. Ένα από τα τμήματα στα οποία διαρείται ο αμπελώνας Φερτάκ. Πβ. ντάλι