αχιότα
(ουσ. θηλ.)
ναχιότα
[naˈçota]
Αξ.
αχιότα
[aˈçota]
Σινασσ., Τελμ.
ασ̑ότα
[aˈʃota]
Ποτάμ., Σινασσ.
ασ̑όdα
[aˈʃoda]
Αφσάρ.
ασ̑ότη
[aˈʃoti]
Φάρασ.
Πιθ. από αμάρτ. ουσ. ἀναχύτης = σκάμμα νερού, πβ. ρ. αναχύνω = αναδίδω υγρό και σκάβω-οργώνω (ΙΛΝΕ, Κριαρ.). Εναλλακτικά, η λ. πιθ. σχετίζεται με το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. aşot = νησίδα μέσα σε τρεχούμενα νερά, όπως προτείνουν οι Andriotis (1974: 424) και Tzitzilis (1987α: 97), οι οποίοι διαβλέπουν απώτερη σύναψη της τουρκ. λ. με το αρχ. ουσ. ὀχετός.
Τεχνητό κανάλι για την διοχεύτεση νερού, αυλάκι
ό.π.τ.
:
Κάνουμ' τ' αχιότες μας, σηκώνουμ' τα γαεάδια, τ' αγριοχορτάρια
(Φτιάχνουμε τα αυλάκια μας, μαζεύουμε τους βράχους, τα αγριοχορτάρια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πηάγαν ατιά, στάθανε σου μυού την ασ̑ότην τσ̑αι στάθ’ ο μύος
(Πήγαν εκεί, έκατσαν στο αυλάκι του μύλου και σταμάτησε ο μύλος)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Αντέ την ασ̑όdα ποίκ’ ντα τόλι
(Κάνε να γεμίσει αυτό το αυλάκι)
Αφσάρ.
-Dawk.
Ξ̑ἐχαν τ' όιμα μας οι Τούρτζ̑οι αντί ασ̑ότη
(Οι Τούρκοι έχυσαν το αίμα μας σαν αυλάκι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Μυ'ού ασ̑ότη
(Αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται νερό για το γύρισμα του μύλου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Φρ.
'ζ ναχιότα ντέσ' ένα κλειγί
(Στο αυλάκι δέσε ένα κλείσιμο˙ φράξε το αυλάκι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έθακα το νερό σην ασ̑ότη
(Έβαλα το νερό στο αυλάκι˙ τακτοποίησα μιά υπόθεση εξασφαλίζοντας την ομαλή της εξέλιξη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ξέχαν τ' όιμα μας οι Τούρτσ̑οι ανdί ασ̑ότη, μυού ασ̑ότη
Να μη μας 'φήκουν Ρωμοί Χριστενοί τις Βαρασ̑ώτοι (Έχυσαν το αίμα μας οι Τούρκοι σαν αυλάκι, μύλου αυλάκι
Να μη μας αφήσουν Ρωμιούς Χριστιανούς τους Φαρασιώτες) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αμπόλι :1, αρκ, αυλάκι, κάτσι, τσιγίρι
Να μη μας 'φήκουν Ρωμοί Χριστενοί τις Βαρασ̑ώτοι (Έχυσαν το αίμα μας οι Τούρκοι σαν αυλάκι, μύλου αυλάκι
Να μη μας αφήσουν Ρωμιούς Χριστιανούς τους Φαρασιώτες) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. αμπόλι :1, αρκ, αυλάκι, κάτσι, τσιγίρι