ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αφώσκαι (σύνδ.) 'φώσκαι [ˈfosce] Τελμ. 'φώσ̑κι [ˈfoʃci] Τελμ. ’πώσκιαν [ˈposçan] Σίλ. 'πώσκαν [ˈposkan] Σίλ. Από τους σύνδ. αφώς και και, όπου και τύπ. κι. Οι τύπ. 'πώσκιαν και 'πώσκαν από τους σύνδ. ἀφώς και κιαν, όπου και τύπ. καν. Ο τύπ. απώσκιαν και Ρόδ.
1. Ως χρον. σύνδεσμος, όταν ό.π.τ. : 'φώσ̑κι πήρεν ασ' σο βαβά τ’ ασκέρια, ήρτεν εκεί σον ντόπο (Όταν πήρε τον στρατό από τον πατέρα του, ήρθε σε εκείνο τον τόπο) Τελμ. -Dawk. 'φώσκαι ήμαθεν το σχολείο και γένην είκοσι τέσσερα χρονού, να το παντρέψουν (Όταν τελείωσε το σχολείο και έγινε 24 χρονών, θα τον παντρέψουν) Τελμ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 'πώσκαν ήρτι αλεφρός τσης, κατέβασι τσαχρέ (Όταν ήρθε ο αδερφός της κατέβασε μούτρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 'πώσκαν είριν ντου, φούμησι (Όταν τον είδε, θύμωσε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 'φώσ̑κι πέθανεν βαβά τουν, επήγαν τα δυό φσ̑άχα, και πίχωσάν ντο σα μορμούρια (Όταν πέθανε ο πατέρας τους, πήγαν τα δυό παιδιά και τον έθαψαν στο νεκροταφείο) Τελμ. -Dawk. 'πώσκαν μας είρι, σ̑ασ̑ούρτσισ̑ίν ντα (Μόλις μας είδε, τα σάστισε) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'πώσκιαν φτάν̑ει κατ' ήτασι μήλα κι απίρια 'ς τουν κήπου, σκοτώνει απέσ' του κάτ' ήτου του ντέβι (Όταν φτάνει όπου ήταν μήλα κι αχλάδια στον κήπο, σκοτώνει τον δράκο που ήταν μέσα) Σίλ. -Αρχέλ. Συνών. αν, αφώς :1, όταν :1, όταν :2, σαμού, τζας :1
2. Ως αιτιολ. σύνδ., αφού, εφόσον Τελμ. : Εσ̑είς 'φώσ̑κι κλώθετε, το πού είνdαι νούτλακα ξεύρετέ το (Εσείς, αφού γυρίζετε εδώ κι εκεί, αναμφίβολα ξέρετε πού βρίσκονται) Τελμ. -Dawk. Συνών. αφότε, αφώς :2, μαντέμ, μαντέμκι, μεράμ, σαφού :1