μεράμ
(σύνδ.)
μεράμ
[meˈram]
Αραβαν., Ουλαγ.
μιαράμ
[miaˈram]
Μισθ.
μερέμ
[meˈrem]
Μισθ.
μεράμι
[meˈrami]
Φάρασ.
μέρεμις
[ˈmeremis]
Μισθ.
Από το τουρκ. meram = α) ως ουσ., η πρόθεση β) ως επίρρ. ή σύνδ., τότε, καθώς (διαλεκτ. σημ.). Πβ. ποντ. μερα̈μί = όμως.
Πβ.
μέγερσεμ
1. Αφού
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
:
Μεράμ ντε να έρτεις 'τον ατί ντέν ντα έπες;
(Αφού δεν θα ερχόσουν γιατί δεν το είπες;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μεράμ όν ντο γιαbανί όπ' ήτομαι έκρεψες με, να σε πάρω
(Αφού όταν ήμουν μεταμορφωμένος σε τέρας με ήθελες, θα σε παντρευτώ)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μιαριάμ τουν πήραμ' ντα ντουζιάνια μας έφ'χαμ'
(Αφού πήραμε τα πράγματά μας φύγαμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μέρεμις ντεν ντου ντώκι, έφ'χα, ντεν ντου 'γόρασα
(Αφού δεν το έδωσε, έφυγα, δεν το αγόρασα)
Μισθ.
-Φατ.
Συνών.
αφόν, μαντέμ
2. Σε ερωτηματικές προτάσεις, άραγε
Μισθ.
:
Μιαράμ πήις ντετσιού;
(άραγε πήγες εκεί;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
άτζαμπα, μι
3. Ως ουσ., σκοπός, πρόθεση
Φάρασ.