ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεράμ (σύνδ.) μεράμ [meˈram] Αραβαν., Ουλαγ. μιαράμ [miaˈram] Μισθ. μερέμ [meˈrem] Μισθ. μεράμι [meˈrami] Φάρασ. μέρεμις [ˈmeremis] Μισθ. Από το τουρκ. meram = α) ως ουσ., η πρόθεση β) ως επίρρ. ή σύνδ., τότε, καθώς (διαλεκτ. σημ.). Πβ. ποντ. μερα̈μί = όμως. Πβ. μέγερσεμ
1. Αφού Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. : Μεράμ ντε να έρτεις 'τον ατί ντέν ντα έπες; (Αφού δεν θα ερχόσουν γιατί δεν το είπες;) Ουλαγ. -Κεσ. Μεράμ όν ντο γιαbανί όπ' ήτομαι έκρεψες με, να σε πάρω (Αφού όταν ήμουν μεταμορφωμένος σε τέρας με ήθελες, θα σε παντρευτώ) Ουλαγ. -Κεσ. Μιαριάμ τουν πήραμ' ντα ντουζιάνια μας έφ'χαμ' (Αφού πήραμε τα πράγματά μας φύγαμε) Μισθ. -Κοτσαν. Μέρεμις ντεν ντου ντώκι, έφ'χα, ντεν ντου 'γόρασα (Αφού δεν το έδωσε, έφυγα, δεν το αγόρασα) Μισθ. -Φατ. Συνών. αφόν, μαντέμ
2. Σε ερωτηματικές προτάσεις, άραγε Μισθ. : Μιαράμ πήις ντετσιού; (άραγε πήγες εκεί;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. άτζαμπα, μι
3. Ως ουσ., σκοπός, πρόθεση Φάρασ.