ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μερικός (επίθ.) μερικό [meriˈko] Φλογ. μεριgό [meriˈgo] Φλογ. μερ'νικό [merniˈko] Ανακ., Γούρδ. Από το μεσν. επίθ. ἡμερικός, πβ. Αέτ. Ἰατρ. 34.6 «ἡμερικὴ δόσις» με ουσιαστικοπ. και με ηχηροπ. του [k] > [g]. Ο τύπ. μερ'νικό κατ' επίδρ. της γεν. μερ'νού του ουσ. ημέρα.
1. Ως επίθ., αυτός που διαρκεί μιά ημέρα Ανακ. : Μερνικό αγρί (Αρρώστια που φέρνει το θάνατο εντός μίας ημέρας) Ανακ. -Cost.
2. Το ουδ. ως ουσ., το ημερομίσθιο Γούρδ., Φλογ. : Αδελφό μ’ τσ̑αλισ̑ντά σο καϊφεdζ̑ή ένα παρά το μεριgό τ’ (…) ̇ τ’ άλλο αδελφό μ’ τσ̑αλι̂σ̑ντά στο χαμαμτζή· όημισα παρά το μεριgό τ’ (Ο αδελφός μου δουλεύει με τον καφεντζή, το ημερομίσθιο του ένας παράς. (…) Ο άλλος αδελφός μου δουλεύει στον χαμαμτζή (ιδιοκτήτη λουτρών), μισός παράς το ημερομίσθιό του) Φλογ. -Dawk. Συνών. κουντελίκι, μεροκάματο