ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μέρος (ουσ. ουδ.) μέρος [ˈmeros] Αραβαν., Γούρδ., Τροχ., Φάρασ. μέρους [ˈmerus] Μισθ. μέρο [ˈmero] Ανακ., Τροχ. μέρου [ˈmeru] Φάρασ. Αρχ. ουσ. μέρος = μερίδα, τμήμα. Η σημ. μεταγν.
1. Μέρος ό.π.τ. : Εκεί σο μέρο (Σ' εκείνο το μέρος) Ανακ. -Cost. Τσα π' αστιέ όηλος το μέρος (Το μέρος όπου δύει ο ήλιος, η Δύση) Φάρασ. -Ανδρ. Ατζ̑εί σ’ α μέρος ήσανdε τέσσαρα νομάτοι (Εκεί σε ένα μέρος ήταν τέσσερις άνθρωποι) Φάρασ. -Dawk. Πέθανε σο ξένο το μέρο (Πέθανε σε ξένο τόπο, στην ξενιτειά) Ανακ. -Κωστ.Α. Έλιος το βασίλευεν το μέρος κειότουν Χασάν Ντάγ (Προς το μέρος όπου βασίλευε ο ήλιος, δηλ. προς τα δυτικά, ήταν το όρος Χασάν Ντάγ) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Ντράν'σα το έμπα το μέρος, dεν ’dουν ορμάν, άμ-μα ένα όμορφο μπαχτσέ (Κοίταξα το μέρος απ΄ όπου μπήκα, δεν ήταν δάσος αλλά ένας όμορφος κήπος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. ’σ’ το πολύ το ’πογονάτισμα τρυπήθην το φιστόνι του ’σ’ τα μπρο τα μέρου (Από το πολύ το γονάτισμα τρύπησε το φουστάνι της στο μπροστινό μέρος) Τσουχούρ. -Αναστασ.Μ. Τρεις μέρες γυρίζει στο μέρο τ’ που βγήκε (Τρεις μέρες γυρίζει στο μέρος όπου βγήκε, ενν. η ψυχή) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Είνται λία μερμήτζ̑α σ’ άγνενdα το μέρου, τσ̑αι σ’ απαρdό το μέρου λ’ αβ λιέγα (Είναι λίγα μυρμήγκια στο απέναντι μέρος και στο αποδώ το μέρος ακόμη λίγα) Φάρασ. -Dawk. Ήρτ͑ιν ’σ’ το χωρίου το μέρου (Ήρθε από το μέρος του χωριού) Φάρασ. -Αναστασ. || Φρ. ζδε το μέρος μου (Από μέρους μου˙ σε ό,τι με αφορά) Φάρασ. -Ανδρ. ζ’ δε μέρος (Στο δε μέρος˙ εκτός αυτού) Φάρασ. -Ανδρ. ’ς άλλο μέρος είν’ τα ράσα και ’ς άλλο ο παπάς (Αλλού παπάς κι αλλού τα ράσα του˙ για καταστάσεις πλήρους αταξίας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. ’ς αλογιού το μέρος έdεσε γαϊdούρ’ (Στο μέρος του αλόγου έδεσε γάιδαρο˙ όταν αντί για το καλύτερο επιλέγουμε κάτι υποδεέστερο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
2. Ως σύνδ., αφ’ενός, αφ’ ετέρου σε χρήση κατ’ αντιδιαστολή στη φρ. ένα μέρος, άλλο μέρος Αραβαν. : Χερίφος σ̑άισε και πόμ'νε απ’ ένα μέρος, κι ας τ’ άλλο το μέρος άρχεψε να φοβάται, τσ̑ίγαλ’ να υπάγ’ σο πατισάχο (Ο άντρας σάστισε και απ’ την μιά στάθηκε, κι απ’ την άλλη άρχισε να φοβάται πώς θα πάει στον βασιλιά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.