μερόθες
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
μερόθες
[meˈroθes]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίρρ. μερόθεν = σε μερικά μέρη. Η λ. και Πόντ.
Μεριά
:
΄ς τα δύο τα μερόθες
(Από τις δύο μεριές)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τ’ ορτόντ’ ἐν’ ατέ κι: χερ τόινα σας χυτάτε αμέτε σιζ μερόθες σας, τζαι βράτε μαναχά σας το γκετσίμι σας
(Το σωστό είναι αυτό: καθένας σας τρέξτε, πηγαίνετε στις μεριές σας και βρείτε μοναχοί σας τον βιοπορισμό σας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'ς πιέσει τ' απάν' ο μεχάς τ' απάνου τις μερόθες, τζ̑αι τα κάτ' ο μεχάς τα κάτου, μη νταραγούμε
(Ας πιάσει ο απάνω μαχαλάς τις πάνω μεριές και ο κάτω μαχαλάς τις κάτω, να μην ανακατευτούμε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Παροιμ.
Το μασ̑αίρι σ' έν' gεσκίνι, κόφτει τσ̑αι 'σ' τα δύο τα μερόθες
(Το μαχαίρι σου είναι κοφτερό, κόβει κι από τις δύο μεριές˙ κολακεία προς ισχυρούς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γιάνι, γόλι, κετσέ, μεριά, ταράφι :1